- πλαστάρι
- το хлеб, изготовленный и испечённый на противне
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλαστάρι — το, Ν είδος ψωμιού που έχει ψηθεί δύο φορές, παξιμάδι στρογγυλό ή τετράγωνο, γαλέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάθω* (πρβλ. πλάστ ης) + κατάλ. άρι (πρβλ. στριφτ άρι)] … Dictionary of Greek
πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… … Dictionary of Greek
προπλαστάρι — το, ΝΜ (στους Μεταβυζαντινούς αγιογράφους) είδος φουντωτού πινέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπλάθω + κατάλ. άρι (πρβλ. πλάθω: πλαστάρι)] … Dictionary of Greek